Καταλωνία

Καταλωνία
Βλ. λ. Καταλονία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Καταλώνια — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ., 472 κάτ.) του νομού Πιερίας. βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 21 χλμ. ΒΔ της Κατερίνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελαφίνας …   Dictionary of Greek

  • καταλανικός — ή, ό και καταλάνικος ή κατελάνικος, η, ο (Μ καταλανικός, ή, όν) [Καταλανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Καταλωνία ή στους Καταλανούς («καταλανική γλώσσα») νεοελλ. φρ. «καταλανικό εγχειρίδιο» μικρό αμφίστομο μαχαίρι με οξύτατη αιχμή …   Dictionary of Greek

  • νωπογραφία — Τοιχογραφία εκτελεσμένη με χρώματα διαλυτά στο νερό, που τοποθετούνται επάνω στο κονίαμα του τοίχου όσο ακόμα είναι νωπό. Ονομάζεται και φρέσκο. Η τεχνική της είναι διαφορετική από την τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής. Η παλέτα της είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”